- εξαπέταλος
- -η, -ο(για λουλούδια), που έχει έξι πέταλα.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
εξαπέταλος — η ο βοτ. (για άνθη), αυτά που έχουν έξι πέταλα* … Dictionary of Greek